πεπερόδενδρο

πεπερόδενδρο
και πεπεριόδεντρο, το
δέντρο τού γένους πέπερι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι. Η λ. πεπεριόδενδρο μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Γ. Μοστράτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”